Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φοκάλι — το, Ν βοτ. βλ. φουκάλι … Dictionary of Greek
φουκάλι — και φοκάλι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Hypericum crispum, τού γένους υπερικό, αλλ. σουμάκι ή γουθούρα, αγουθούρα και αγούθουρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek